ξηροδερμία

ξηροδερμία
η мед. ксеродермия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξηροδερμία" в других словарях:

  • ξηροδερμία — η 1. ιατρ. α) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ξηρό δέρμα το οποίο καλύπτεται από απολέπιση με μορφή σκόνης, αποτελεί εκτρωτική μορφή ιχθύασης και παρατηρείται κυρίως στην αποβιταμίνωση Α 2. φρ. «μελαγχρωματική ξηροδερμία» ιατρ. σπάνια …   Dictionary of Greek

  • ξηρόδερμος — ξηρόδερμος, ον (Α) αυτός που έχει ξηρό δέρμα, που πάσχει από ξηροδερμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + δερμος (< δέρμα), πρβλ. κακό δερμος] …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • μελαγχρωματικός ή μελαγχρωστικός — Αυτός που έχει μαύρο χρώμα· ο όρος απαντάται κυρίως στην ιατρική, για την περιγραφή συμπτωμάτων ή παθήσεων. μελαγχρωματικός σπίλος. Σαφώς περιγραμμένη βλάβη του δέρματος, με χροιά από καφέ έως μαύρη, καθώς και από μορφή που ποικίλλει από ομαλή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»